προωθητικός

προωθητικός
-ή, -ό, Ν [προωθώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προώθηση
2. φρ. α) «προωθητικός τροχός»
τεχνολ. μέθοδος πρόωσης τών ατμόπλοιων με τροχό τοποθετημένο στην πρύμνη ή με ζεύγος τροχών στα πλευρά τού σκάφους, μέθοδος η οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα, αλλά αργότερα εγκαταλείφθηκε μετά την ανάπτυξη τής πρόωσης με έλικα
β) «προωθητική δύναμη»
φυσ. η δύναμη που προκαλεί την προώθηση, αλλ. ώση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • προωστήριος — α, ο, Ν αυτός που χρησιμεύει για την πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, ο προωστικός, ο προωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ η) + επίθημα τήριος (πρβλ. κινη τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”